πᾶν

πᾶν
πᾶς, πᾶσα, πᾶν, all, mit dem Begriffe der Einheit, ganz, wie ὅλος, der Mehrheit, jeder, wie ἕκαστος; πᾶσα ἀληϑείη, ganze, volle, lautere Wahrheit; πᾶν δεῖμα, ganz Schrecknis, ἡ πᾶσα βλάβη, ganz Unheil; plur., πᾶσαι πύλαι, das ganze Tor; πάντες ὅσοι, alle welche; ἅμα πάντες, allesamt; πάντες ἄριστοι, alle besten, lauter solche, die zu den besten gehören; mit Zahlwörtern, ἐννέα πάντες, alle neun, ohne daß einer daran fehlt, wie wir sagen 'ganzer neun'; auch mit dem Artikel, τὰ πάντα δέκα, in allem zehn, alle zusammengerechnet zehn; τὰ πάντα μ ύρια, in allem zehntausend; πᾶσα ὁδός, jeder Weg; auch mit dem Artikel, πᾶσα ἡ ὁδός, auf jedem der Wege, die ins Vaterland führen; u. so in dieser Stellung πᾶς ὁ κλύων, jeder, der hört; οἱ πάντες, die sämtlichen; πᾶσα ἀνάγκη, es ist durchaus notwendig; πᾶν τοὐναντίον, ganz das Gegenteil; τὸ πᾶν, das Ganze; bes. das Weltall, Universum; übh. die Hauptsache, worauf alles ankommt; ἐς πᾶν κακοῦ, in das ganze, größte Unglück; ἐν παντὶ εἴης ἄν, in der größten Gefahr sein; auch εἰς πᾶν ἀφικνεῖ-σϑαι, sich in die größte Gefahr begeben, alles wagen; πράττειν τὸ πᾶν εἰς δύναμιν, alles nach Kräften tun; εἰς πᾶν ϑυμοῦ προαχϑῆναι, in den äußersten Zorn geraten; παντὸς μᾶλλον, mehr als alles, durchaus, gewiß; Διὰ παντός, durchgängig, durchaus. Ἐπὶ πᾶν, im Allgemeinen; κατὰ πάντα, in allem, durchaus. Das neutr. πάντα, alles Mögliche, allerlei; δαίδαλα πάντα, auch πάντα γίγνεσϑαι, alles werden, jede Gestalt annehmen, sich in jede Gestalt verwandeln; auch sich zu allem entschließen, alle Mittel versuchen; Πάντα εἶναί τινι, einem alles sein; auch πάντα εἶναι ἔν τινι, alles in allem sein, alles gelten bei einem; adv. πάντα, ganz und gar, gänzlich, in jeder Hinsicht; τὰ πολλὰ πάντα, meistens, meistenteils; εἰς πάντα, in allem, gänzlich. Πᾶσιν, bei, vor allen, nach dem Urteil aller; vom neutr. in allem, in allen Dingen. Oft tritt auch τίς hinzu, πᾶς τις, ein jeder

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… …   Dictionary of Greek

  • πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”